Φραγκοσυριανός

Φραγκοσυριανός
ο, θηλ. Φραγκοσυριανή, Ν
κάτοικος τής Σύρου, ελληνικής καταγωγής, Ρωμαιοκαθολικός ως προς το δόγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + Συριανός (< Σύρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φραγκοσυριανός — ο θηλ. ή Συριανός που είναι ελληνικής καταγωγής και ανήκει στο καθολικό δόγμα: Λες και μάγια μου χεις κάνει, φραγκοσυριανή γλυκιά (λαϊκό τραγούδι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Franks — The Franks or Frankish people ( la. Franci or gens Francorum ) were West Germanic tribes first identified in the 3rd century as an ethnic group living north and east of the Lower Rhine. Under the Merovingian dynasty, they founded one of the… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”